σάλπιγξ

σάλπιγξ
σάλπιγξ, -ιγγος
Grammatical information: m.
Meaning: `trumpet' (Σ 219).
Derivatives: σαλπίζω (IA.; dial. innovation. -ίσσω, -ίττω, -ίδδω), aor. σαλπ-ίγξαι (Φ 388), -ίσαι (LXX a.o.), fut. -ίσω (NT), -ιῶ (LXX), perf. midd. σεσάλπι(γ)κται, -ισται (late), rarely w. ἐπι- a.o., `to blow the trumpet, to trumpet'; to this σαλπιγκτής (Th., X. a.o.), -ικτής (Att. a.o. inscr.), -ιστής (hell. a. late) m. `trumpet player' (on the forms Fraenkel Nom. ag. 1, 232 n. 2 w. lit.), -ισμός m. -ισμα n. (Thd., Poll.) `trumpet call', -ιστικός'belonging to the trumpet' (Poll.). -- Further derivv.: σαλπίγγ-ιον n. `pipe' (Gal.), -ωτός `trumpet-shaped' (Teos).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S).
Etymology: As with the same formation σῦριγξ, φόρμιγξ (cf. also λύρα, κιθάρα, σαμβύκη a.o.) as word of the mediterranean culture without IE. connection. Cf. Hester, Lingua 13,1965. 364. On the onomatop. Lit. švil̃pti `pipe' a.o., since Curtius 287 often compared, s. Fraenkel s.v. w. lit. -- Connection with σάλπη would have to be founded. -- The suffix is Pre-Greek. (Not in Furnée.)
Page in Frisk: 2,674

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σάλπιγξ — saupe fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάλπιγξ Ελληνική — Η πρώτη χρονολογικά, έντυπη ελληνική εφημερίδα. Η εφημερίδα αυτή, που είχε έδρα την Καλαμάτα, κυκλοφόρησε το 1821. Από τα φύλλα της σώζονται μόνο ελάχιστοι αριθμοί. Τα αντίτυπα αυτά ανήκαν στον Τιμολέοντα Φιλήμονα, που τα δώρισε στη Βιβλιοθήκη… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνική Σάλπιγξ — Τίτλος της πρώτης έντυπης ελληνικής εφημερίδας. Ιδρύθηκε στην Καλαμάτα το 1821 και εκδιδόταν υπό τη διεύθυνση του Θεόκλητου Φαρμακίδη σε περιοδικά χρονικά διαστήματα, εξαιτίας των αντίξοων ιστορικών συνθηκών. Η έκδοσή της σταμάτησε όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελική Σάλπιγξ — Το αρχαιότερο ελληνικό θρησκευτικό περιοδικό. Εκδότης του ήταν ο ιεροκήρυκας Γερμανός. Εκδόθηκε στο Ναύπλιο (1834 35) και η έκδοσή του συνεχίστηκε στην Αθήνα (1835 38). Με τον ίδιο τίτλο εκδόθηκε και θρησκευτικό περιοδικό στην Κέρκυρα (1852) …   Dictionary of Greek

  • Сальпинга — (σάλπιγξ) греческое название длинной трубы (= лат. tuba), которой давались на войне сигналы. С. употреблялась также при религиозных церемониях …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • σαλπίγγων — σάλπιγξ saupe fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγα — σάλπιγξ saupe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγας — σάλπιγξ saupe fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγες — σάλπιγξ saupe fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγι — σάλπιγξ saupe fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγος — σάλπιγξ saupe fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”